υπερινωδογοναιμία

υπερινωδογοναιμία
η, Ν
ιατρ. αύξηση τού ινωδογόνου στο αίμα, κατά τη διάρκεια ορισμένων λοιμώξεων, πάνω από 400 χιλιοστογραμμάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperfibrinemie < hyper- (< υπερ-*) + fibrin- (βλ. ινωδογόνο) + -emie (< αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερίνωση — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. η υπερινωδογοναιμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”